ἐπιτεχνήσεως

ἐπιτεχνήσεως
ἐπιτεχνήσεω̆ς , ἐπιτέχνησις
contrivance for
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιτέχνησις — ἐπιτέχνησις, ἡ (Α) [επιτεχνώμαι] 1. επινόηση, τέχνασμα εναντίον κάποιου («πρὸς πολλὰ δὲ ἀναγκαζομένους ἰέναι πολλῆς καὶ τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῑ», Θουκ.) 2. διαμόρφωση ή διατήρηση με τέχνη, με ειδική επεξεργασία («περὶ ἐπιτεχνήσεως τοῡ ψυχροῡ ὕδατος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”